- συναλωνιάζω
- Αεορτάζω με άλλους τις γιορτές τού αλωνίσματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἁλώνιον (< ἅλων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναλωνιάζειν — συναλωνιάζω keep the threshing festival together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)